- τσελιγκάτο
- τοσυνεργασία τσομπάνηδων που μετακινούσαν τα κοπάδια τους σε κατάλληλες κάθε φορά βοσκές και συνδέονταν μεταξύ τους με συντροφική ή εταιρική μορφή οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.