τσελιγκάτο

τσελιγκάτο
το
συνεργασία τσομπάνηδων που μετακινούσαν τα κοπάδια τους σε κατάλληλες κάθε φορά βοσκές και συνδέονταν μεταξύ τους με συντροφική ή εταιρική μορφή οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τσελιγκάτο — και τσελιγγάτο, το, Ν 1. μορφή ανεπτυγμένης κτηνοτροφικής μονάδας που εξελισσόταν κάθε φορά από τη στάνη μιας εκτεταμένης και ισχυρής οικογένειας με την προσέλκυση διαφόρων μικροκτηνοτρόφων με περιορισμένες δυνατότητες 2. τα βοσκοτόπια τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”